κόμπος

κόμπος
ο
1) узел, узелок;

δένω κόμπο — завязывать узел;

λύνω τον κόμπο — а) развязывать узел; — б) разрешить вопрос;

2) затверделость; мозоль;
3) перен. ком (в горле и т. п.);

μ' επιασε κόμπος — ком подкатил у меня к горлу;

νοιώθω έναν κόμπο στην καρδιά — я чувствую, как у меня подкатило к серд- цу;

4) см. κομπόδεμα 2;
5) капля, чуточка;

δεν έχει κόμπο μυαλό — у него нет ни капли здравого смысла;

δεν έμεινε ούτε κόμπος κρασί — не осталось ни капли вина;

6) бот. узел; сучок;
7) мор. узел (мера скорости);

§ τό δένω κόμπο — а) ждать обещанного; — б) верить на слово;

εδώ είναι ο κόμπος — вот в чём загвоздка;

δέσε κόμπο στο μαντήλι — завяжи узелок на память; — не забывай;

έφτασε ( — или ήλθε) ο κόμπος στο χτένι — дело зашло в тупик


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κόμπος" в других словарях:

  • κομπός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — din masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — ο 1. σφαιροειδής όγκος που σχηματίζεται σε σκοινί ή σε νήμα με την κυκλική αναδίπλωση του ενός άκρου του και με τη σύσφιξή του: Κάμε ένα κόμπο στην άκρη του σκοινιού. 2. καθετί που μοιάζει με κόμπο: Οι κληματόβεργες είναι όλο κόμπους. 3. σημείο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρόδεσμος — Κόμπος, γνωστός και ως το οχτώ, γιατί έχει το σχήμα του αριθμού 8 και γίνεται στην άκρη σκοινιού. Ανάλογος είναι και ο κόμπος που ονομάζεται ανάσταλμα …   Dictionary of Greek

  • κόμπω — κόμπος din masc nom/voc/acc dual κόμπος din masc gen sg (doric aeolic) κομπόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κομπόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπούς — κομπός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπόν — κομπός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμποι — κόμπος din masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμποις — κόμπος din masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»